- μακρόψυχος
- μακρό-ψῡχος, ον,A patient: hence, dilatory, PMag.Par.1.2902.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μακρόψυχος — μακρόψυχος, ον (AM) 1. υπομονετικός 2. βραδυκίνητος, οκνός, αναβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
μακρόψυχον — μακρόψυχος patient masc/fem acc sg μακρόψυχος patient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροψυχώ — μακροψυχῶ, έω (Α) [μακρόψυχος] έχω εγκαρτέρηση, υπομονή, είμαι υπομονητικός, καρτερικός … Dictionary of Greek